- οχύρωμα
- casemate
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὀχύρωμα — stronghold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχύρωμα — το (Α ὀχύρωμα [οχυρώ] οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό νεοελλ. συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης … Dictionary of Greek
οχύρωμα — το, ατος έργο τεχνικό που κάνει ασφαλή έναν τόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σερμπεντζές — Οχύρωμα της Αθήνας επί Τουρκοκρατίας. Ξεκινούσε ΝΑ της Ακρόπολης και κάλυπτε ένα τεράστιο τμήμα της πόλης. Το Νοέμβριο του 1821 το κατέλαβαν οι έλληνες επαναστάτες … Dictionary of Greek
ὀχυρωμάτων — ὀχύρωμα stronghold neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώμασι — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώμασιν — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώματα — ὀχύρωμα stronghold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώματι — ὀχύρωμα stronghold neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώματος — ὀχύρωμα stronghold neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταποτειχίζω — ἀνταποτειχίζω (Α) χτίζω οχύρωμα για ν’ αντιμετωπίσω άλλο οχύρωμα … Dictionary of Greek